- αποματαΐζω
- ἀποματαΐζω (Α) [ματαΐζω]1. συμπεριφέρομαι με απρέπεια2. πέρδομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποματαίσαι — ἀποματαίσαῑ , ἀποματαίζω behave idly aor opt act 3rd sg ἀποματαΐσαι , ἀποματαίζω behave idly aor inf act ἀποματαΐσαῑ , ἀποματαίζω behave idly aor opt act 3rd sg ἀποματαίσαῑ , ἀποματαίζω behave idly aor opt act 3rd sg ἀποματαΐσαι , ἀποματαίζω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεματάισε — ἀπεματάϊσε , ἀποματαίζω behave idly aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεματάισεν — ἀπεματάϊσεν , ἀποματαίζω behave idly aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)